- σουμπλιμέ
- το, και σουμπλιμές, ο, Ν(φαρμ.) κοινή ονομασία τού διχλωριούχου αργύρου, χημικής ένωσης με αντισηπτικές, αντιπαρασιτικές και αντισυφιλιδικές ιδιότητες, αλλ. άχνη υδραργύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sublime «άχνη, εξάχνισμα, σκόνη υδραργύρου», μτχ. τού ρ. sublimer < λατ. sublimo «σηκώνω, μετεωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.